ἐξατμίζει

ἐξατμίζει
ἐξατμίζω
turn into vapour
pres ind mp 2nd sg
ἐξατμίζω
turn into vapour
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσδιαφόρητος — δυσδιαφόρητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους 2. εκείνος που δύσκολα εξατμίζει …   Dictionary of Greek

  • εξατμίζω — εξάτμισα, εξατμίστηκα, εξατμισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιο υγρό σε ατμό ή αέριο, ατμοποιώ, αεροποιώ, εξανεμίζω. 2. ενεργώ ώστε από κλεισμένο σκεύος να βγει ο ατμός βραστού νερού: Εξάτμισε την ατμομηχανή. 3. μτφ., αφανίζω κάτι, το εξανεμίζω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”